μαρκάρω

μαρκάρω
μαρκάρω, μάρκαρα και μαρκάρισα βλ. πίν. 53

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαρκάρω — και μαρκαρίζω μάρκαρα και μαρκάρισα, μαρκαρισμένος 1. αποτυπώνω πάνω σ ένα αντικείμενο μάρκα, σταμπάρω, επισημαίνω, σημαδεύω: Μάρκαρα τα σακάκια. 2. (αθλητ.), παρεμποδίζω αντίπαλο παίχτη: Μαρκάρει πάντα τον πιο δυνατό παίχτη. 3. μτφ., διακρίνω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαρκάρω — και μαρκαρίζω 1. βάζω μάρκα πάνω σε ένα αντικείμενο, χαράσσω ή σταμπάρω κάποιο αντικείμενο με χαρακτηριστικό εμπορικό ή αναγνωριστικό σήμα («μαρκάρισα τα μαντίλια μου») 2. διακρίνω, ξεχωρίζω με το βλέμμα μου κάποιον ανάμεσα σε πολλούς («τόν… …   Dictionary of Greek

  • αμαρκάριστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει μαρκαριστεί, πάνω στον οποίο δεν είναι κεντημένα ή γραμμένα τα αρχικά γράμματα ή άλλα σύμβολα 2. (για φαγητά ή ποτά) αυτός που δεν δηλώθηκε και δεν υπολογίστηκε με μάρκα από τον υπάλληλο στο ταμείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < α… …   Dictionary of Greek

  • επισημαίνω — (AM ἐπισημαίνω) νεοελλ. 1. σημειώνω, σημαδεύω κάτι, τό μαρκάρω για να μπορώ να τό αναγνωρίζω 2. τονίζω ιδιαιτέρως κάτι, υποδεικνύω με έμφαση 3. ναυτ. υποδεικνύω ένα επικίνδυνο σημείο στους ναυτιλλομένους τοποθετώντας σημαντήρα ή πάσσαλο κ.λπ. ως… …   Dictionary of Greek

  • μαρκαρίζω — βλ. μαρκάρω …   Dictionary of Greek

  • μελανόστικτος — η, ο (Α μελανόστικτος, ον) αυτός που έχει μαύρα στίγματα («τὰ μὲν μελανόστικτα ὥσπερ κόσσυφος», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + στικτός (< στίζω «σημειώνω, μαρκάρω»)] …   Dictionary of Greek

  • πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… …   Dictionary of Greek

  • ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… …   Dictionary of Greek

  • στίζω — ΝΜΑ 1. προξενώ στίγματα με έγκαυση ή με οξύ όργανο, στιγματίζω, διαστίζω (α. «τόν έστιξε με καυτό σίδερο» β. «τῶν δούλων τὸν πιστότατον ἀποξυρήσας τὴν κεφαλὴν ἔστιξε», Ηρόδ.) 2. ποικίλλω ένα μέρος τού σώματος με στίγματα, κάνω δερματοστιξία («τὰ… …   Dictionary of Greek

  • επισημαίνω — επισήμανα, επισημάνθηκα, επισημασμένος, μτβ. 1. βάζω σήμα σε κάποιο αντικείμενο για αναγνώρισή του, σημαδεύω, σφραγίζω, μαρκάρω. 2. σημειώνω θέση με σημαντήρα (πάσσαλο, ακόντιο κ.ά.) ή καθορίζω αντικείμενο (δέντρο, λόφο, βράχο κτλ.) ως σημείο για …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”